αποκατασταίνω

αποκατασταίνω
-ησα, -άθηκα, -στημένος
1. ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση: Αποκαταστάθηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με τη σεισμόπληκτη περιοχή.
2. εξασφαλίζω κάποιον οικονομικά ή τον τακτοποιώ με το γάμο: Αποκατάστησε καλά τους γιους και τις κόρες του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… …   Dictionary of Greek

  • αποκαθιστώ — βλ. λ. αποκατασταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”